Ο ιός της γλώσσας

Περί γλώσσας, περί ιστορικής συνέχειας, περί αίματος, περί παιδείας και περί των αρχαίων ημών προγόνων

—του Γιώργου Τσακνιά—

Το ακόλουθο κείμενο, γράφτηκε με αφορμή πρόσφατο άρθρο του Βύρωνα Πολύδωρα στην Καθημερινή με τίτλο «Η ιερότητα της γλώσσας μας». Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει απαντήσεις και σχόλια επί συγκεκριμένων σημείων του άρθρου. Ακολουθεί παράθεση ορισμένων δικών μου σκέψεων επ’ αφορμή του άρθρου.

Κύριε Πολύδωρα,

διάβασα το άρθρο σας στην Καθημερινή της 28/7/2012, καθώς και το ίδιο κείμενο εμπλουτισμένο στη σελίδα σας στο facebook. Επιτρέψτε μου μερικές παρατηρήσεις.

1) Τίτλος του άρθρου είναι «Η ιερότητα της γλώσσας μας». Η γλώσσα μας θεωρείται όντως ιερή από θρησκευτικής απόψεως, για την ακρίβεια είναι μία από τις τρεις ιερές γλώσσες του χριστιανισμού (οι άλλες είναι τα εβραϊκά και τα λατινικά). Πέραν τούτου, δεν αντιλαμβάνομαι την έννοια της «ιερότητας», όταν μιλούμε για γλώσσα σε κοσμικό πλαίσιο.

2) Γράφετε πως δεν λησμονείτε «τον ορισμό του έθνους που μας παρέδωσε ο Ηρόδοτος: το όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομόθρησκον και το “ομότροπον”». Πέραν του ότι δεν τον λησμονείτε, προκύπτει —διορθώστε με αν κάνω λάθος— ότι τον ενστερνίζεστε επίσης. Επιτρέψτε μου να σας ενημερώσω ότι τόσο η ανθρώπινη ιστορία όσο και η θεωρητική σκέψη έχει προχωρήσει αρκετά στα 2.500 χιλιάδες χρόνια που πέρασαν από τον «πατέρα της ιστορίας» μέχρι σήμερα. Μεσολάβησαν επίσης επαναστάσεις, παγκόσμιοι πόλεμοι, εμφύλιοι, μετακινήσεις πληθυσμών, επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις κ.ά. Το ότι ο Ηρόδοτος υπήρξε όντως πρωτοπόρος τον 5ο αιώνα π.Χ. δεν σημαίνει ότι θα δεχτώ σήμερα λέξη προς λέξη τις (κυριολεκτικά αρχαϊκές) απόψεις του περί έθνους — όπως π.χ. δεν δέχομαι την εκτίμησή του ότι οι περσικοί πόλεμοι ίσως έγιναν επειδή κάποιοι απήγαγαν κάτι κοπέλες που σουλατσάρανε στην παραλία και μετά οι άντρες τους ή οι μπαμπάδες παρεξηγήθηκαν και τους ζήτησαν τον λόγο.

3) Το πρώτο στοιχείο στον ανωτέρω ηροδότειο ορισμό, αυτό το «όμαιμον», μπορείτε να μου εξηγήσετε πώς τεκμηριώνεται; Προλαβαίνω μια ενδεχόμενη απάντησή σας: όχι πώς τεκμηριώνεται η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και των φορέων της ιστορικά, αυτό το γνωρίζω, αλλά πώς τεκμηριώνεται το όμαιμον βιολογικά. Μπορείτε κάπως να προσδιορίσετε τις διαφορές του ελληνικού DNA από τα άλλα; Έχετε υπ’ όψιν κάποιο επιστημονικό άρθρο, μια αξιόπιστη δημοσίευση στην οποία θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να με παραπέμψετε;

4) Και το ομόθρησκον, κι αυτό συστατικό του έθνους; Νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων; Και οι μουσουλμάνοι ή οι καθολικοί συμπατριώτες μας; Είναι λιγότερο Έλληνες; Και αν κάποιος είναι συνειδητά άθεος; Λιγότερο Έλληνας κι αυτός;

5) Γράφετε πως γνωρίζετε κράτη που δημιουργήθηκαν με τη συνθήκη της Βεστφαλίας ή το συνέδριο της Βιέννης, εσείς ωστόσο έχετε την τύχη να ανήκετε «σε ένα παλιό, παμπάλαιο έθνος». Μήπως εδώ, γράφοντας λίγο βιαστικά, δεν προσέξατε τη σύγχυση μεταξύ των —εξόφθαλμα διακριτών— εννοιών «κράτος» και «έθνος;» Διότι και το δικό μας κράτος, το ελληνικό, ιδρύθηκε το 1830 με το πρωτόκολλο του Λονδίνου. Και, αντιστρόφως, δεν φαντάζομαι να πιστεύετε πως το γερμανικό έθνος δεν υπήρχε προ του 1815 και του συνεδρίου της Βιέννης.

6) Γράφετε πως η λατινική γλώσσα «είχε εν πολλοίς διαμορφωθεί από το λεγόμενο Χαλκιδικό ή Κυμιώτικο αλφάβητο». Εδώ σας χάνω. Δεν αμφισβητώ την προέλευση του λατινικού αλφαβήτου από το ελληνικό, όπως άλλωστε το ελληνικό προέρχεται από το φοινικικό, απλώς δεν καταλαβαίνω πώς η λατινική γλώσσα διαμορφώθηκε «εν πολλοίς» από ένα σύστημα γραφής. Αλληλεπιδράσεις μεταξύ των γλωσσών βεβαίως και συμβαίνουν, και βεβαίως δεν αμφισβητώ την επίδραση της ελληνικής γραμματείας στη λατινική άρα, κατ’ επέκταση, της ελληνικής γλώσσας στη λατινική γλώσσα. Αλλά το αλφάβητο δεν κατανοώ τι σχέση έχει, πώς διαμόρφωσε τη γλώσσα, είτε εν πολλοίς είτε εν ολίγοις.

7) Τι εννοείτε με τη φράση «προσθήκη ηχητικών φαινομένων;» Κατ’ αρχάς, να παρατηρήσω ότι η ίδια η έκφραση «ηχητικό φαινόμενο» ενέχει μια μάλλον οξύμωρη και ελαφρώς αστεία αντίφαση (σχολαστικισμός εκ μέρους μου, αλλά επειδή δηλώνετε ότι αγαπάτε την ελληνική και κόπτεσθε για την τύχη της, τόλμησα να σας κάνω την υπόδειξη αυτή). Πάντως πράγματι δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε: αν αναφέρεστε στην έννοια του φθόγγου, δεν αποτελεί «προσθήκη φαινομένου». Η γλώσσα — όλες οι γλώσσες από φθόγγους αποτελούνται, δηλαδή από ήχους. Εν συνεχεία επινοούνται τα συστήματα γραφής, που προσπαθούν να αποδώσουν με τον πιστότερο αλλά και λειτουργικότερο τρόπο τη γλώσσα. Στα αλφάβητα (γιατί υπάρχουν και άλλοι τρόποι γραφής, όπως τα ιερογλυφικά ή τα συλλαβικά συστήματα), ο κάθε φθόγγος συμβολίζεται από ένα γράμμα ή από ένα σύμπλεγμα λίγων γραμμάτων. Προσωπικά δεν γνωρίζω περίπτωση γλώσσας όπου τα πράγματα να εξελίχθηκαν αντιστρόφως, να προηγήθηκε δηλαδή ο γραπτός λόγος.

[Επιτρέψτε μου εδώ να παραθέσω ένα απόσπασμα από τον Κρατύλο του Πλάτωνα, που έχει πλάκα στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα: Οίσθα ότι οι παλαιοί οι ημέτεροι τω ιώτα και τω δέλτα ευ μάλα εχρώντο, και ουχ ήκιστα αι γυναίκες, αίπερ μάλιστα την αρχαίαν φωνήν σώζουσι. νυν δε αντί μεν του ιώτα ή ει ή ήτα μεταστρέφουσιν, αντί δε του δέλτα ζήτα, ως δη μεγαλοπρεπέτερα όντα. [418 b]. Μετάφραση: Ξέρεις ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι χρησιμοποιούσαν το γιώτα και το δέλτα, κυρίως οι γυναίκες, που διατηρούν ως επί το πλείστον ακόμα την παλαιότερη προφορά, ενώ τώρα στη μεν θέση του γιώτα χρησιμοποιούν το έψιλον γιώτα ή το ήτα, στη δε θέση του δέλτα το ζήτα, γιατί τους φαίνονται πιο εντυπωσιακά. Στο απόσπασμα αυτό, ο Σωκράτης περιγράφει ένα γλωσσικό φαινόμενο αλλαγής στην προφορά ορισμένων φθόγγων και το ερμηνεύει κοινωνικά, ειρωνευόμενος τους συμπολίτες του. (Η αναφορά στις γυναίκες δεν έχει στοιχεία σεξισμού, ακόμη και με τα σημερινά κριτήρια: δεδομένου ότι διήγαν πολύ πιο περιορισμένη κοινωνική ζωή απ’ ό,τι οι άντρες, ήταν λογικό η «δική τους» γλώσσα, η ιδιόλεκτός τους, να εξελίσσεται πιο αργά και να απηχεί λιγότερο τον κοινωνικό συρμό της εποχής, τον οποίον περιγράφει ο Σωκράτης). Βέβαια, την εποχή εκείνη, παρά την αντιδιαστολή του «τώρα» (νυν) με τους «αρχαίους προγόνους» (παλαιοί ημέτεροι), οι φθόγγοι -ι-, -η-, και -ει- διέφεραν. Προφέρονταν αλλιώς, γι’ αυτό και συμβολίζονταν από διαφορετικά γράμματα. Δεν παραθέτω το απόσπασμα για να υπονοήσω πως είμαι υπέρ της κατάργησης των -η-, -υ- και -ει- προς όφελος του -ι-, αλλά απλώς για να καταδείξω πως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι συζητούσαν κι εκείνοι για φθόγγους και γράμματα, σε πολύ σοβαρότερη βάση.]

8) Τέλος, πρόσεξα πως το επίθετο «ελληνικός, -η, -ό» το γράφετε με κεφαλαίο Ε (αναφέρομαι στο γράμμα εψιλον, όχι στον φθόγγο < ε >). Η ελληνική γλώσσα στο κείμενό σας είναι Ελληνική, ενώ η λατινική απλώς λατινική. Υποθέτω πως αυτό δείχνει πως θεωρείτε την Ελληνική γλώσσα ανώτερη (δεν ξέρω σε τι ακριβώς) από τις Άλλες. Για μένα πάλι, η ελληνική γλώσσα δεν είναι ούτε ανώτερη ούτε κατώτερη ούτε τίποτα. Η φρέσκια γλώσσα, όμως, είναι ανώτερη από την κατεψυγμένη. Να τα λέμε κι αυτά.

Ιντερλούδιο, πριν από το μέρος Β΄. Μιας και ο λόγος περί ιερότητος, ιδού μερικές από τις περιπέτειες του βασιλιά Αρθούρου και των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης όταν αναζητούσαν το Άγιο Δισκοπότηρο.

Επιτρέψτε μου τώρα μερικές σκέψεις, εν πολλοίς ασύνδετες, με αφορμή το κείμενό σας, πέραν και όχι επ’ αυτού:

Η περίφημη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού κατά τη γνώμη μου δεν είναι ό,τι ιερότερο, σημαντικότερο κλπ. Στο πεδίο του πολιτισμού, καλύτερα να μας απασχολήσουν άνθρωποι: καλλιτέχνες, επιστήμονες, δημιουργοί — στο σήμερα, στο τώρα. Τους θεωρώ σημαντικότερους — και, πάντως, την ενασχόληση με το τώρα χρησιμότερη. Και ο λόγος που κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους εγκαταλείπουν τη χώρα (ή το σκέφτονται) δεν είναι ότι αμφισβητείται η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Ούτε βεβαίως πηγαίνουν στο εξωτερικό με κύριο εφόδιό τους την ιστορική συνέχεια ή το ελληνικό αίμα τους — αυτό το διαθέτουν και άλλοι, το έχουν και οι αποτυχημένοι, το έχουν και οι τεμπέληδες, το έχουν και οι εγκληματίες συμπατριώτες μας. Σίγουρα, η ιστορική συνέχεια δεν είναι αυτό με το οποίο οφείλουμε να ασχολούμαστε διαρκώς. Και ακόμη πιο σίγουρα, πιστέψτε με: ουδείς, πλην ημών, ασχολείται σοβαρά με την ιστορική μας συνέχεια. Ουδείς μάλιστα (πλην ελαχίστων, για προφανείς δικούς τους εθνικιστικούς και πολιτικούς λόγους) την αμφισβητεί. Οι πάντες γνωρίζουν ότι εδώ ζούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, που έφτιαξαν τον Παρθενώνα και μιλούσαν αρχαία ελληνικά, και τώρα ζούμε εμείς οι Νεοέλληνες, που μιλάμε νέα ελληνικά και χρωστάμε της Μιχαλούς. Δεν κινδυνεύει η πολύτιμη ιστορική μας συνέχεια, παρά μόνο από το δικό μας κόμπλεξ. Ενδεχομένως, αυτό που όντως κινδυνεύει είναι η δική μας παρωχημένη, στρεβλή και κοντόφθαλμη αντίληψη περί της ιστορικής συνέχειας και της σημασίας της. Και καλά κάνει. Κοντεύουν διακόσια χρόνια από τον Φαλμεράγιερ, κι όμως, εμείς εξακολουθούμε να τον μνημονεύουμε. Τα ιστορικά επιχειρήματα του Φαλμεράγιερ απαντήθηκαν πολύ νωρίς, αμέσως, ήδη από τον Καρλ Χοπφ και τον Παπαρρηγόπουλο. Προσέξτε, εμείς τον βγάζουμε από τη ναφθαλίνη, κάθε φορά που νομίζουμε ότι κάποιος μας θίγει ως έθνος, ότι υπάρχει συνωμοσία εναντίον μας κλπ. Η πλάκα είναι ότι και ορισμένοι αριστεροί που τον θυμούνται πότε πότε, σε επίδειξη αντιεθνικισμού («δε μασάω εγώ, πάω κόντρα στο ρεύμα εγώ, δεν κωλώνω εγώ»), δεν αντιλαμβάνονται ότι κι αυτοί για αίμα μιλάνε, στην ουσία. Το λάθος έγκειται σε αυτή την εμμονή με το αίμα. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για αίμα, ας βγούνε στη γύρα οι βιολόγοι με σύριγγες να κάνουνε αναλύσεις κι ας μας πούνε μετά τι βρήκαν. Οι ιστορικοί μιλάνε για ιστορικές πηγές, όχι για αίμα. Και η ιστορία, όπως η κάθε επιστήμη, απαντά στα ερωτήματα που της θέτεις: το να ρωτάς τους ιστορικούς για τη σύσταση του αίματός σου, είναι σαν να πηγαίνεις στα εξωτερικά ιατρεία στο αιματολογικό και να ρωτάς πότε έγινε η μάχη στους Αιγός Ποταμούς.

Προσωπικά, ξέρω μέχρι πέντε, άντε έξι το πολύ γενιές πίσω. Από εκεί και πέρα, δεν έχω ιδέα αν κατάγομαι από τον Περικλή, τον Ξέρξη, τον Ναβουχοδονόσορα, τον Αβραάμ, τον Μωάμεθ ή τον Αταχουάλπα. Και ξέρετε και κάτι; Δεν με νοιάζει. Αν κάποτε βρεθεί κάποιος επιστημονικός τρόπος να μάθω, καλώς. Από περιέργεια και μόνο. Προς το παρόν, μου αρκεί που διαβάζω τον Επιτάφιο του Περικλή ή τη Σικελική εκστρατεία από το πρωτότυπο του Θουκυδίδη, ξανά και ξανά, και δεν τα βαριέμαι. Αν αύριο κάποιος βρει τον τρόπο και μου αποδείξει ότι είμαι τελικά πολύ μακρινός απόγονος του Ξέρξη και όχι του Περικλή, θα θεωρούμαι λιγότερο Έλληνας από τον οποιονδήποτε καθαρόαιμο, που δεν έχει διαβάσει μια λέξη από τον Θουκυδίδη στη ζωή του;

Αλήθεια, πόσοι από αυτούς που επικαλούνται τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έχουν διαβάσει έστω και δύο γραμμές; Πόσοι ενδιαφέρονται για το τι είπαν και όχι απλώς για το αν το είπαν πρώτοι και καλύτεροι; Και γιατί, εν πάση περιπτώσει, πρέπει ο δικός μας πολιτισμός να είναι ο αρχαιότερος και ο καλύτερος; Δεν μας αρκεί το ότι είναι πάρα πολύ καλός (πλούσιος, ποικίλος, πρωτότυπος); Γιατί χρειαζόμαστε τη βεβαιότητα ότι ο δικός μας είναι καλύτερος από των άλλων;

Αντί να επικαλούμαστε την παιδεία των προγόνων μας, θα ήταν χρησιμότερο να κοιτάξουμε τη δική μας. Όντως, τα παιδιά μας δεν μπορούν να διαβάσουν — όχι Θουκυδίδη, αλλά ούτε καν Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, Ροΐδη. (Γιατί μόνο τα παιδιά μας; Εμείς μπορούμε;) Εδώ που τα λέμε, βέβαια, τα παιδιά ή οι ενήλικες που δεν μπορούν να διαβάσουν Βιζυηνό, κατά κανόνα δεν τρελαίνονται για το διάβασμα, ούτως ή άλλως. Αν πάντως προσθέσετε στο σχολικό πρόγραμμα, στο πλαίσιο του ισχύοντος εκπαιδευτικού συστήματος, μερικές ώρες αρχαία την εβδομάδα, φροντίστε να χορηγήσετε και γουδοχέρια στους δασκάλους και τους καθηγητές, για να στουμπήξουν καλά τα αρχαία κείμενα στο κεφάλι των μαθητών τους· αλλιώς δεν θα κάνετε τίποτα. Κατ’ αρχάς, οι ίδιοι οι καθηγητές, τι σκαμπάζουν από αρχαία; (Το τι σκαμπάζουν από παιδαγωγική δεν το ρωτάω καν…) Λοιπόν, ας δούμε πρώτα την εκπαίδευση, που τη διαλύουμε συστηματικά και ποικιλοτρόπως εδώ και δεκαετίες, και μετά βάζουμε και τα αρχαία ξανά στο πρόγραμμα.

Πιστεύω κι εγώ πως ο ελληνικός πολιτισμός βρίσκεται στη βάση του ευρωπαϊκού (λάθος ρήμα χρησιμοποίησα· στο κάτω κάτω, είναι ζήτημα ιστορίας του πολιτισμού, όχι θέμα πίστης). Δεν πιστεύω όμως ότι γι’ αυτό οι Ευρωπαίοι μάς χρωστάνε. Αν αρκούμαστε στο να επικαλούμαστε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό για να ικανοποιούμε τα εθνικά μας κόμπλεξ, απλώς θα συνεχίσουμε να βουλιάζουμε (ηθικά και πνευματικά, διότι πρωτίστως οικονομικά βουλιάζουμε, αλλά οι λόγοι είναι άλλοι). Αν αποστασιοποιηθούμε αρκετά, αν επιστρέψουμε στην αρχαία γραμματεία και τη διαβάσουμε (μεταξύ άλλων διαβασμάτων) με ανοιχτό μυαλό, έχουμε να ωφεληθούμε, και πολύ μάλιστα.

Δεν είμαι υπερήφανος που γεννήθηκα Έλληνας· αισθάνομαι τυχερός που γεννήθηκα Έλληνας, κυρίως διότι έχω σχετικά καλύτερη πρόσβαση από ό,τι άλλοι σε έναν τόσο πλούσιο και όμορφο πολιτισμό (αρχαίο, μεσαιωνικό, νεότερο — άντε και σύγχρονο). Ήταν ευκολότερο για μένα να μάθω αρχαία ελληνικά απ’ ό,τι είναι για ένα αγγλάκι ή για ένα γαλλάκι. (Αντίστοιχα, βέβαια, το αγγλάκι και το γαλλάκι έχουν πρόσβαση σε επίσης πολύ σημαντικούς πολιτισμούς. Δεν είναι εξίσου αρχαίοι, αλλά αυτό κατά τη γνώμη μου δεν τους καθιστά ούτε κατώτερους ούτε ανώτερους: είναι απλώς άλλοι). Υπερήφανος είμαι για τα δικά μου επιτεύγματα (όπως π.χ. ότι κατάφερα, με τη βοήθεια ενός εξαιρετικού δασκάλου, να μάθω καλά αρχαία, παρά το γεγονός ότι στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου ήμουν σκράπας). Για τα επιτεύγματα των προγόνων μου δεν αισθάνομαι υπερηφάνεια: αισθάνομαι θαυμασμό, αισθάνομαι δέος, αισθάνομαι πολλά πράγματα — αλλά όχι υπερηφάνεια: πώς να το κάνουμε, δεν συμμετείχα, δεν συνεισέφερα κατά κανέναν τρόπο στο κτίσιμο του Παρθενώνα και, ως εκ τούτου, δεν θεωρώ ότι δικαιούμαι να υπερηφανεύομαι.

Να το πω και αλλιώς: ευγνωμονώ τους αρχαίους ημών προγόνους, διότι με έμαθαν μερικά πράγματα: να είμαι περίεργος, να ρωτάω, να σκέφτομαι, να συζητάω, να ακούω, να αμφιβάλλω, να αναρωτιέμαι, να ανέχομαι, να αναθεωρώ, να διακρίνω τα λόγια από τα έργα, να μη σπεύδω, να μην προϋποθέτω… Αυτά, αυτές οι ιδιότητες, μου φαίνονται χρήσιμες στην πράξη, κάθε μέρα της ζωής μου. Όποιος πάλι ευγνωμονεί τους αρχαίους Έλληνες επειδή του έμαθαν ότι είναι ανώτερος από τους άλλους, ας αναρωτηθεί σε τι τον έχει ωφελήσει πρακτικά αυτή η γνώση.

Επειδή όμως οι θεματοφύλακες του πατριωτισμού μού δημιουργούν έναν εκνευρισμό —αντίστοιχο με εκείνον που μου δημιουργούν όσοι κυκλοφορούν με το αριστερόμετρο στο χέρι— θα ήθελα να αποσαφηνίσω κάτι: τον όποιο πατριωτισμό μου — ή, ακριβέστερα και δίχως χρώμα: την όποια σχέση μου με τη χώρα όπου γεννήθηκα, με τους συμπατριώτες μου και με τον πολιτισμό της δεν την εκχωρώ σε κανέναν. Ούτε βέβαια θα δώσω εξετάσεις φρονημάτων ή συνείδησης — ιδίως σε αμαθείς ή ημιμαθείς αυτόκλητους θεματοφύλακες. Όταν ήμουν μικρός, η μαμά μου μου διάβαζε Όμηρο (σε μετάφραση, προφανώς). Στη δική μου Ελλάδα, λοιπόν, ο Τηλέμαχος λέει (εδώ το παραθέτω στο πρωτότυπο) στον άγνωστο ζητιάνο που του χτυπάει νύχτα την πόρτα (η Αθηνά είναι, αλλά εκείνος δεν το ξέρει) χαίρε ξείνε, παρ’ άμμι φιλήσεαι· αυτάρ έπειτα /  δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι όττεό σε χρή (καλώς ήρθες, ξένε, εμείς εδώ θα σε φιλοξενήσουμε. Μετά, αφού φας, θα μας πεις γιατί ήρθες). Στη δική μου Ελλάδα, ο Θεμιστοκλής λέει στον Ευρυβιάδη: πάταξον μεν, άκουσον δε. (Και η πλάκα είναι ότι εκείνος τον ακούει, δεν τον χτυπάει). Στη δική μου Ελλάδα, ο Θουκυδίδης καταγράφει την αλήθεια (αυτό που είδε και αντελήφθη, όχι τον ευσεβή πόθο του), ακόμη και για τον άνθρωπο που εμφανώς θαυμάζει, τον Περικλή: εγίνετό τε λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή. Στην δική μου Ελλάδα, δεν αποσιωπώ, δεν κρύβω το γεγονός ότι τον Παρθενώνα τον έχτισαν δούλοι —δηλαδή σκλάβοι, άνθρωποι που η ζωή τους είχε ελάχιστα μεγαλύτερη αξία από αυτή των ζώων—, με χρήματα που οι Αθηναίοι έπαιρναν διά της βίας από τους «συμμάχους» τους, ως «συνδρομή» στο «κοινό ταμείο» της «συμμαχίας», το οποίο μια ωραία μέρα μετακόμισε από τη Δήλο στην Αθήνα «για λόγους ασφαλείας».  (Και αυτοί ήταν οι δημοκράτες της ιστορίας, οι Σπαρτιάτες σκότωναν είλωτες για να περάσει η ώρα.) Εξακολουθώ να θαυμάζω τον Παρθενώνα ως ένα από τα ωραιότερα αρχιτεκτονικά μνημεία στον κόσμο· δεν χρειάζομαι όμως, δεν έχω την παραμικρή ανάγκη να τον εξωραΐσω (ύβρις ακόμη και η χρήση της λέξης αυτής για τον Παρθενώνα!) κρύβοντας κάτω από το χαλάκι τη βρομιά της ιστορίας, ακριβώς γιατί μπορώ να δω πόσο όμορφος είναι από μόνος του. Και μπορώ να το δω, γιατί δεν με τυφλώνει καμία περηφάνια. Δεν τον θεωρώ επίτευγμα δικό μου, δεν αποτελεί σύμβολο ενός εξ αντανακλάσεως μεγαλείου: τον εκτιμώ για αυτό που είναι. Αυτό που είναι ο Παρθενώνας είναι κάτι απείρως μεγαλύτερο και σημαντικότερο από μια υποτιθέμενη απόδειξη του «μεγαλείου της φυλής», η οποία απευθύνεται αποκλειστικά στο συλλογικό φαντασιακό αμόρφωτων κομπλεξικών Ελληναράδων.

Η σχέση μας με τους προγόνους μας μου θυμίζει τη σχέση που αναπτύσσουν καμιά φορά τα παιδιά με τους γονείς τους, όταν αυτοί είναι ιδιαιτέρως ταλαντούχοι, προικισμένοι και λαμπεροί: μια σχέση συμπλεγματική, που συνδυάζει τον θαυμασμό με τη ζήλεια, σχέση αποπνιχτική και καταστροφική. Τα παιδιά δεν τολμούν να ανταγωνιστούν τους σπουδαίους γονείς, αδυνατούν όμως και να τους ξεπεράσουν· αν δεν κάνουν το μεγάλο βήμα της απομυθοποίησης, της δεύτερης και εξίσου σημαντικής αποκοπής του ομφάλιου λώρου, ζουν όλη τους τη ζωή στη σκιά των γονιών, επιδεικνύοντας ως εύσημα τα επιτεύγματα εκείνων γιατί δεν έχουν δικά τους, φθονώντας τους κρυφά, στην ουσία κατηγορώντας τους για τη δική τους ανεπάρκεια —που όμως οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν ακριβώς την εμμονική τους ενασχόληση—, νιώθοντας ασυνείδητη ενοχή για τον φθόνο τους, πενθώντας γι’ αυτό που θα μπορούσαν τα ίδια να γίνουν εάν… — και αδικώντας, διαρκώς και συνεχώς, μέσα σ’ αυτόν τον νοσηρό και φαύλο κύκλο, τόσο τον εαυτό τους όσο και τους γονείς, ή τη μνήμη τους.

Υ.Γ. Παρεμπιπτόντως, μια και περί γλώσσας ο λόγος: ο Ηρόδοτος περιγράφει (κάπου στην αρχή του δεύτερου βιβλίου του) ένα πείραμα που έκανε ο βασιλιάς της Αιγύπτου Ψαμμήτιχος για να ανακαλύψει, λέει, ποιος λαός είναι ο αρχαιότερος, ποιος δημιουργήθηκε πρώτος. Πήρε δυο νεογέννητα και τα έδωσε σε έναν βοσκό με την εντολή να τα μεγαλώσει στην απομόνωση, φροντίζοντας να μην τους μιλήσει ποτέ, να μην ακούσουν ποτέ λέξη από άνθρωπο. Και όταν αυτά μιλήσουν (από μόνα τους) να τον ειδοποιήσει. Κάποια στιγμή, ύστερα από δύο χρόνια, ο βοσκός προφανώς ξέχασε να ταΐσει τα παιδιά, κι αυτά λυσσάξανε στην πείνα κι άρχισαν να φωνάζουν «βεκός». Το ανέφερε στον Ψαμμήτιχο κι εκείνος το έψαξε και βρήκε ότι «βεκός» είναι το ψωμί στα φρυγικά. Η ιστορία είναι απολύτως αληθινή, το πείραμα πληρούσε όλες τις επιστημονικές προϋποθέσεις αξιοπιστίας και αποδείχτηκε περίτρανα ότι οι Φρύγες είναι αρχαιότεροι των Ελλήνων και η γλώσσα τους παλιότερη από τη δικιά μας, γαμώτο. Το λέει ο Ηρόδοτος, αφού!

* Laurie Anderson, language is a virus. H Laurie εμπνεύστηκε το κομμάτι αυτό από τη φράση του William Burroughs «language is a virus from outer space» («η γλώσσα είναι ιός που ήρθε από το διάστημα»). Από εδώ προέρχεται και ο τίτλος του ανά χείρας (ή, μάλλον, ανά οθόνην) κειμένου.

Paradise
Is exactly like
Where you are right now
Only much much
Better.

I saw this guy on the train
And he seemed to have gotten stuck
In one of those abstract trances.
And he was going: «Ugh . . . Ugh . . . Ugh . . . »

And Fred said:
l think he’s in some kind of pain.
I think it’s a pain cry.
And I said: «Pain cry?
Then language is a virus.»

Language! It’s a virus!
Language! It’s a virus!

Well I was talking to a friend
And I was saying:
I wanted you.
And I was looking for you
But I couldn’t find you. I couldn’t find you.
And he said: Hey!
Are you talking to me?
Or are you just practicing
For one of those performances of yours?
Huh?

Language! It’s a virus!
Language! It’s a virus!

He said: I had to write that letter to your mother
And I had to tell the judge that it was you.
And I had to sell the car and go to Florida.
Becaure that’s just my way of saying (It’s a charm.)
That I love you. And I (It’s a job.)
Had to call you at the crack of dawn (Why?)
And list the times that I’ve been wrong.
Cause that’s just my way of saying
That I’m sorry. (It’s a job.)

Language! It’s a virus!
Language! It’s a virus!

Paradise
Is exactly like
Where you are right now
Only much much (It’s a shipwreck)
Better. (It’s a job.)

You know? I don’t believe there’s such
a thing as TV. I mean –
They just keep showing you
The same pictures over ond over.
And when they talk they just make sounds
That more or less synch up
With their lips.
That’s what I think!

Language! It’s a virus!
Language! It’s a virus!

Well I dreamed there was an island
That rose up from the sea.
And everybody on the island
Was somebody from TV.
And there was a beautiful view
But nobody could see.
Cause everybody on the island
Was saying: Look ot me! Look at me!
Look at me! Look at me!
Because they all lived on an island
That rose up from the sea
And everybody on the island
Was somebody from TV.
And there was a beautiful view
But nobody could see.
Cause everybody on the island
Was screaming: Look at me! Look at me! Look at me!

Look at me! Look at me! Why?

Paradise
Is exactly like
Where you are right now
Only much much
Better.

11 comments

  1. Η θέση σας κε Τσακνιά είναι κατά την γνώμη μου υποτελής, επαίσχυντη, ταξική και ανεκδιήγητη. Αν θεωρείτε ότι το «μεγαλείο της φυλής», απευθύνεται αποκλειστικά στο συλλογικό φαντασιακό αμόρφωτων κομπλεξικών Ελληναράδων, τότε είστε ρατσιστής, ανθέλληνας και καλά θα κάνετε να πάτε να ζήσετε αλλού. Επειδή δε είστε υπέρ μιας φρέσκιας γλώσσας ανώτερης μιας κατεψυγμένης, καλό θα ήταν να εισηγηθείτε στις ακαδημίες των άλλων χωρών της Ευρώπης να απλοποιήσουν τους φθόγγους που εμπεριέχονται στις λέξεις που έχουν δανειστεί από την ελληνική «να τους φρεσκάρουν» και να εγκαταλείψουν την ισχύουσα Ερασμιακή αντιστοιχία των αλφάβητων. Η Ελληνική γλώσσα κε Τσακνιά είναι υπαρκτός και επιστημονικά καλλιεργούμενος χώρος και απευθύνεται σε επιστήμονες ομόαιμους ή όχι. Αυτό που προτείνετε είναι να αποκλεισθούν συλλήβδην οι νέοι της χώρας μας «σαν κομπλεξικοί Ελληναράδες», που αρκούνται στα greeklish, τους φραπέδες, τη φιγούρα, τα σινιέ ρούχα και τα μπουζουξίδικα και η γνώση της εξαίρετης γλώσσας, που δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε στον χώρο αυτόν που διαβιούμε να είναι το προνόμιο ελιτίστικων ομάδων, μυημένων και διαπλεκομένων. Και η εθνική μας ομοψυχία να βασίζεται στην καλή λειτουργία της αρπαχτής, της γιάπικης συμπεριφοράς και στην καλή κατανόηση των τούρκικων σήριαλ. Ας αφήσουμε τους άλλους «συντηρητικούς» λαούς να καυχώνται για τις μπαγιάτικες γλώσσες τους και για τα επιτεύγματα του διαφωτισμού των και όλες αυτές τις σαχλαμάρες, που ο δικός μας λαός προοδευτικά απαξιεί.

    Μου αρέσει!

    1. Κύριε Λώλη,

      Όχι, δεν προτείνω τίποτα για τους νέους της χώρας μας συλλήβδην. Πόθεν συμπεραίνετε ότι χαρακτηρίζω όλους τους νέους Ελληναράδες; Πώς ομιλείτε εξ ονόματος «όλων των νέων μας;» Να με συγχωρείτε πολύ, αλλά δεν θεωρούν όλοι οι νέοι τον Παρθενώνα «απόδειξη του μεγαλείου της φυλής». Ευτυχώς, κατά την γνώμη μου.

      Όλα τα άλλα που γράφετε, περί φραπέδων, greeklish, μπουζουκιών κλπ., προφανώς είναι πράγματα που σας απασχολούν — δικαίως, μάλλον, πάντως με το δικό μου κείμενο δεν βλέπω τι σχέση έχουν.

      Επί της ουσίας, πάντως, αν διαβάσετε ξανά το κείμενό μου, ίσως διαπιστώσετε ότι αδίκως θυμώνετε. Αν κάτι προτείνω στους νέους μας, εμμέσως πλην σαφώς, είναι ότι, αντί να επαίρονται ως απευθείας απόγονοι του Πλάτωνος, του Αισχύλου, του Δημοσθένη κλπ. πίνοντας φραπέ, θα ωφεληθούν πολύ περισσότερο αν διαβάσουν τα έργα του Πλάτωνος, του Αισχύλου, του Δημοσθένη κλπ. (πίνοντας είτε φραπέ είτε ό,τι τους κάνει όρεξη, εν πάση περιπτώσει). Δεν ξέρω αν διαφωνείτε με αυτή μου την παραίνεση.

      Όσο για την επαγωγή που κάνετε, ότι αν θεωρώ πως το «μεγαλείο της φυλής» απευθύνεται αποκλειστικά στο συλλογικό φαντασιακό αμόρφωτων κομπλεξικών Ελληναράδων τότε είμαι ρατσιστής και ανθέλληνας, θα περίμενα να την τεκμηριώσετε με κάποιον συλλογισμό. Γιατί το να μην πιστεύω στο «μεγαλείο της φυλής» με καθιστά ανθέλληνα; Την ταύτιση «Έλληνας = όποιος πιστεύει στο μεγαλείο της φυλής» την κάνετε εσείς, απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι. Αν προσπαθήσετε να τεκμηριώσετε τον συλλογισμό, θα το συζητήσουμε. Όσο όμως αποφαίνεστε αξιωματικά —και δη με την προτροπή «να φύγω, να πάω αλλού»— θα σας απαντώ με το ερώτημα: κι εσάς ποιος ακριβώς σας έχρισε κριτή; Ποιος σας εξουσιοδότησε να χορηγείτε πιστοποιητικά ελληνικότητας; Αγαπητέ, είμαι Έλληνας όσο εσείς. Ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο. Είτε σας αρέσει, είτε όχι. Δεν το κουνάω από εδώ. Μου αρέσει. Ως εκ τούτου, θα ζούμε μαζί. Μπορούμε να μη μιλάμε ο ένας στον άλλο ή μπορούμε να προσπαθήσουμε να συνεννοηθούμε, αν το επιθυμούμε αμφότεροι.

      Γιώργος Τσακνιάς

      Μου αρέσει!

  2. «Δεν είμαι υπερήφανος που γεννήθηκα Έλληνας· αισθάνομαι τυχερός που γεννήθηκα Έλληνας,…» Ακριβώς αυτό, όλα την αλλά είναι τα πέριξ.

    Κατά τ’ άλλα, φαντάζομαι τον Πολύδωρα (ή όποιον άλλον αντίστοιχο) να διαβάζει το άρθρο και μετά να ψάχνει ν’ ακούσει (εμβρόντητος υποθέτω) Laurie Anderson και πεθαίνω στα γέλια.

    Μου αρέσει!

  3. Συγχαρητήρια κ. Τσακνιά για το άρθρο σας και για τις νηφάλιες απαντήσεις που δίνετε.
    Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι αυτοί που κατηγορούνται για ανθελληνισμό είναι αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα από τους κατηγόρους τους τι πάει να πει ελληνικός πολιτισμός.

    Μου αρέσει!

  4. Καλό, δεν λέω αλλά μεγάλο βρε αδερφάκι μου. Μονορούφι τον φραπέ. Έχασα και τον εκκλησιασμό… Κάτσε εδώ και μην το κουνάς, είσαι απολαυστικότατος. Και δεν σε ήξερα καν, άσε που δεν ασχολούμαι με σοβαρά άτομα, όπως ο Βύρων, οπότε καταλαβαίνεις. Τώρα βλέπω ότι ήσουν και υποψήφιος με ένα «χ» κόμμα στις εκλογές -εκτός κι αν είναι συνωνυμία-, δεν ξέρω καν αν βγήκες βουλευτής, το εύχομαι πάντως για να βρίσκεστε στο καφενείο με τον Βύρωνα και να τα λέτε. Βλέπω κι έναν φωτογράφο με το ίδιο όνομα και χαίρομαι ιδιαίτερα αν είσαι εσύ. Εν ολίγοις χάρηκα! -foivos

    Μου αρέσει!

    1. Να σαι καλά, χάρηκα ομοίως! Ναι, εγώ είμαι και οι δύο αυτοί (ή αυτοί είναι εγώ, δεν ξέρω ακριβώς· λέμε να βρεθούμε και οι τρεις μαζί να το συζητήσουμε). Αλλά όχι, δεν βγήκα βουλευτής κι έτσι δεν θα τα λέμε με τον Βύρωνα στο καφέ, θα πρέπει να αρκεστούμε στην αλληλογραφία.

      Μου αρέσει!

  5. Πάρα πολύ καλό άρθρο αδερφέ – συγχαρητήρια.
    Μπορώ να πω, εκτός απ’οτι συντάσσομαι, σε πολλά σημεία του άρθρου ένοιωσα την ίδια συγκίνηση που ένοιωσα παιδί όταν με πήγανε οι γονείς πρώτη φορά στην ακρόπολη, όταν την έβλεπα από μακρυά τη νύχτα φωτισμένη και όταν μαθαίναμε στο δημοτικό όλες αυτές τις υπέροχες ιστορίες, για τον χρυσό αιώνα του Περικλή,για τον Φειδία,που για λόγους προσωπικού προσανατολισμού με είχε συνεπάρει πολύ περισσότερο από τους ένδοξους πολέμους.
    Το συναίσθημα αυτό παραμένει.
    Καταθέτω λοιπόν, το πρωτογενές και ακατέργαστο παιδικό συναίσθημα, που δρα παρορμητικά, χωρίς την καταπίεση της ενήλικης λογικής σκέψης – αυτό για να είμαι σε απόσταση ασφαλείας από πιθανές ενήλικες προκαταλήψεις και εκλογικεύσεις που χτίζονται καθ’οδόν και μπερδεύουν συνήθως τα πράγματα.
    Παρ’όλον λοιπόν τον παιδικό ενθουσιασμό,παρ’όλο που πρωτοδιδαχθήκαμε ιστορία μεσούσης της χούντας, δεν κατάφερε να μου καλλιεργηθεί καμμιά αίσθηση υπερηφάνειας ή ανωτερότητας ούτε τότε.
    Υπερηφάνεια, που είναι ένα επίσης ευγενές και δυνατό συναίσθημα,
    πάλι για να κυριολεκτώ, αισθάνθηκα πολλές φορές για προσωπικές μου επιτυχίες και κατακτήσεις.
    Αισθάνθηκα υπερήφανη, όταν πήρα έπαινο για εκθέσεις που έγραψα στο δημοτικό. ‘Οταν επιλεγόταν και δημοσιευόταν ζωγραφιές μου στο περιοδικό του σχολείου, όταν με έβαλαν (έστω και για ένα μικρό φεγγάρι) playmaker στην ομάδα του μπάσκετ, κ.ά..
    Παράλληλα, ένιωθα και ακόμα νιώθω αμέτρητο θαυμασμό για τον Φειδία και για άλλους καλλιτέχνες της εποχής, δέος για το κατόρθωμα του Λεωνίδα, και για πολλούς άλλους.
    Δεν αισθάνθηκα όμως, ούτε τότε, εθνική ούτε φυλετική υπερηφάνεια
    γιατί δεν τα έκανα εγώ -(Είπαμε,υπερήφανη ένιωσα και νιώθω εγωιστικά,για τα δικά μου μικροεπιτεύγματα.) – Δεν μπορώ λοιπόν να καρπωθώ credits, επειδή γεννήθηκα στον ίδιο τόπο και μάλιστα πολλούς αιώνες μετά.
    Χαίρομαι όμως που ζω στον ίδιο τόπο, νιώθω πολύ τυχερή που μπορώ να πάω οτι ώρα θέλω στην ακρόπολη, στην Επίδαυρο και να δω θεατρική παράσταση όπως κι εκείνοι τότε, και φυσικά θα κάνω οτι μπορώ, όπως και οι περισσότεροι νομίζω, για να διατηρούνται και να προστατεύονται τα υπέροχα αυτά μνημεία.
    Χαίρομαι που στον ίδιο τόπο ευδοκιμούν νέοι ταλαντούχοι δημιουργοί, όπως οι αρχιτέκτονες του νέου μουσείου της ακρόπολης,που ανέδειξε μοναδικά τα εξαιρετικά αρχαία έργα μέσα σε ένα εντελώς σύγχρονο, ακομπλεξάριστο και εμπνευσμένο κτήριο.
    Προσπαθώ να διελευκάνω,όσο μπορώ και αν τελικά μπορώ, μια μεγάλη παρεξήγηση – σύγχυση που διαπιστώνω με την πολύπαθη λέξη.
    Αντιγράφω λοπόν τον επίσημο ορισμό από το λεξικό,σε απλά και ωραιότατα νέα ελληνικά, ορισμό που με καλύπτει πλήρως.

    υπερηφάνεια θηλυκό ή περηφάνια :

    1. Tο θετικό συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν έχει επιτελέσει ένα αξιόλογο έργο, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την αυτοεπιβεβαίωσή του.
    2. Το συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν συνειδητοποιεί την αξία του ως άνθρωπος και πλήττεται όταν κάποιος προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του.
    3. (αρνητικά) η αλαζονεία

    Μου αρέσει!

  6. Συγχαρητήρια για ένα κείμενο που δείχνει γνώση και βαθιά αγάπη για τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά όχι πατριδοπληξία και μισαλλοδοξία. Μακάρι όλοι οι Έλληνες να κρατούσαν ανάλογη στάση! Όποιοι κατηγορούν ανθρώπους σαν και εσάς για ανθελληνισμό εθελοτυφλούν. Οι ίδιοι μάλλον είναι ανθέλληνες και δέσμιοι της ημιμάθειάς τους.

    Στα όσα πολύ ωραία γράψατε και εσείς και οι περισσότεροι από τους σχολιαστές, να προσθέσω μόνο ότι αυτό το αίσθημα ότι «είμαι τυχερός που γεννήθηκα Έλληνας» είναι στην ουσία μια μορφή υπερηφάνειας, εθνικής υπερηφάνειας, που εντάσσεται στο 2ο ορισμό που δόθηκε παραπάνω («συνειδητοποιεί την αξία του ως ανθρώπου»). Η αξία αυτή που νιώθει ο άνθρωπος μπορεί να προέρχεται από προσωπικά επιτεύγματα, αλλά δεν περιορίζεται αναγκαστικά εκεί. Το προφίλ κάποιων Ελλήνων που στηλιτεύεται στο κείμενό σας, βέβαια, νιώθει υπερηφάνεια κατά τον τρίτο ορισμό, μια υπερηφάνεια που γίνεται ματαιοδοξία και αλαζονεία.

    Ευχαριστώ πολύ που μας δίνετε ελπίδα ότι δεν χάθηκαν όλα, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που σκέφτονται νηφάλια.

    ΥΓ: Για το θέμα της εθνικής υπερηφάνειας, παραθέτω τον ορισμό της λέξης από το εξαιρετικό και επιστημονικά άρτιο λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, το οποίο διατίθεται ευτυχώς δωρεάν στο διαδίκτυο και περιλαμβάνει τη φράση «εθνική υπερηφάνεια» στα παραδείγματα: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%85%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B7%CF%86%CE%AC%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CE%B1&dq=

    Μου αρέσει!

  7. Συγχαρητήρια κ. Τσακνιά! Πριν λίγο καιρό, μιλούσα με Γερμανό Ελληνιστή (καθηγητή Αρχαίων Ελληνικών, παρακαλώ!) και μου έλεγε «έχω μιλήσει με πάρα πολλούς Έλληνες για τον Φαλμεράγιερ. Όλοι τον βρίζουν, χωρίς κανένας να τον έχει διαβάσει»…
    (Εγώ ΔΕΝ πιάνομαι, γιατί μετά από πολύ ψάξιμο, έχω αίμα κομματάκι βρώμικο (κάτι αιώνες πριν) από Σλαύους κατσικοκλέφτες)!
    Υ.Γ. Πάντως πρέπει να συμφωνήσω με τον φίλο που επεσήμανε το μήκος του κειμένου. Έχει δίκιο! Οι απόγονοι του Αριστοτέλη σπάνια διαβάζουν!
    Αααα! και συγχωρήστε μου το «ω» στο βρώμικο. Πήγα πολύ παλιά σχολείο, όταν και το χνώτο ή το νωπός γράφονταν με «ω»… (Και φορές με την ασελγή υπογεγραμμένη αντερνιθ -που θα έλεγε κι ένας απόγονος του Σοφοκλή-)!!!

    Μου αρέσει!

  8. Θαυμάσιο το άρθρο σας, κύριε Τσακνιά. Τεκμηριωμένο, διαυγές, εύστοχο. Δεν το βρήκα μακρύ. Αντίθετα, θα επισημάνω παράλειψη: στο τέλος τού κειμένου του κ. Πολύδωρα υπάρχουν κορώνες όχι μόνο για το… μονοτονικό, την κατάργηση της διδασκαλίας αρχ. ελληνικών, την «αναγκαστική με εγκύκλιο δημοτική» (επί Ράλλη! 35 χρόνια πριν!) αλλά ακόμη και για τη γελοία ιστορία περί καταργήσεως φωνηέντων που έκανε, τελευταία, να γελάσει κι ο κάθε πικραμένος (εφόσον του έκοβε λιγάκι).

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.