Θεσσαλονίκη 1980

—του Χαΐμ Πολίτη—

Θεσσαλονίκη, χειμώνας του 1980. Εμείς —μια παρέα μουσάτοι, μακρυμάλληδες, αμπεχωνοφόροι φοιτητές— έχουμε πάψει να ξημεροβραδιαζόμαστε στις ταβέρνες (και κάποιες φορές, Σάββατα, κυρίως στις ντισκοτέκ που φθίνουν πια) και προτιμούμε τα νέα σημεία διασκέδασης της πόλης, όπως το Time Out ή το Φλου. Το ουίσκυ αντικαθιστά τη ρετσίνα και ο Θεοδωράκης και η νεοκυματική κιθάρα που βασίλευε στο «Λιόγερμα» μένουν στην άκρη, παραμερίζουν κάνοντας χώρο στα πλατώ των μπαρ που ξεφυτρώνουν για τις μουσικές των Doors, των διαχρονικών Stones, της Pattie Smith, της Jonnie Mitchel ή του πανκ που δειλά τότε ξεκινούσε ν’ ακούγεται.

Έμενα τότε σ’ ένα σπίτι στην πολύ στενή οδό Θεαγένους Χαρίση —ποτέ δεν με παρακίνησε η περιέργειά μου να ψάξω για την προέλευση του ονοματοδότη— εκεί που αγγίζαμε, σχεδόν, τους απέναντι ενοίκους, τα μπουγέλα μας, πάντως, έφταναν εύκολα στα μπαλκόνια τους (το ίδιο συνέβαινε και στα δικά μας), ιδίως κατά τη θερινή περίοδο των εξετάσεων τις μεταμεσονύχτιες ώρες της μελέτης.

Βγαίνοντας απ’ την πόρτα της πολυκατοικίας αριστερά, έπεφτες στην οδό Αετορράχης — στην άλλη πλευρά ήταν η Μπιζανίου (και οι δύο δρόμοι ευτύχησαν να γίνουν γνωστοί στο πανελλήνιο απ΄το κομμάτι του Σαββόπουλου που βρίσκεται στο δίσκο του του ’83 «Τραπεζάκια έξω», τότε που ο αγαπημένος μας Νιόνιος διήνυε τη νεοορθόδοξη περίοδό του και μας ξεσήκωνε στο παλαί ντε σπορ, χορεύοντας με την Άσπα του, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία).  Ανεβαίνοντας την Αετορράχης συναντούσες την περίφημη φοιτητική ταβέρνα του Παγουλάτου, εκεί που γράψαμε πολλές ώρες στα πρώτα χρόνια μας στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τραγουδήσαμε μεγάλο μέρος του Θεοδωρακικού και λοιπού επαναστατικού ρεπερτορίου αλλά πια δεν πατούσαμε — η ρετσίνα του μας φαινόταν πολύ άνοστη μπροστά στο «Γιαννάκη τον περιπατητή». Είχαμε αφήσει το «άγαλμα» του Πλέσσα απ΄ τον ώμο στο δρόμο και προχωρήσαμε προς την Προξένου Κορομηλά και τα γύρω στενά.

Δίπλα, σχεδόν, απ΄ τον Παγουλάτο βρισκόταν ένα κουτούκι, ένα πολύ μικρό μαγαζί με 5-6 τραπέζια σε μια σειρά, νομίζω, και στον ίδιο χώρο η κουζίνα και τα βαρέλια με τα κρασιά. Ο χώρος έμοιαζε «ακατάλληλος δι΄ ανηλίκους», όχι λόγω της αφόρητης τσίκνας απ΄τα τηγάνια που συνηπήρχαν με τους πελάτες —αυτήν  την είχαμε συνηθίσει και αλλού— αλλά γιατί οι θαμώνες ουδεμία σχέση είχαν με φοιτητικό θορυβώδη συρφετό. Άνθρωποι μεγάλοι, με τα κουστουμάκια τους, άνω των πενήντα, γέροι μας φαίνονταν τότε, και μόνον άντρες,  που μιλούσαν χαμηλόφωνα. Τίποτε δεν ακουγόταν έξω απ΄την πόρτα σε αντίθεση με τον διπλανό πολύβουο Παγουλάτο, στον οποίο το «εκατό» ήταν συχνός «πελάτης», λόγω διατάραξης της κοινής ησυχίας των περιοίκων. Το όνομα του μαγαζιού «Κόκκινος» μας δελέαζε επανειλημμένως να μπούμε, έστω κι αν οφείλονταν στο χρώμα της κόμης του ιδιοκτήτη και όχι στην πολιτική του τοποθέτηση. Αλλά πώς να μπεις εκεί, όπου το μόνο που ακούγονταν ήταν καμιά καντάδα απ΄τους, πράγματι, καλλίφωνους βαρελόφρονες μεσήλικες;

Τέλος πάντων, ένα βράδυ —θυμάμαι φύσαγε διαολεμένα και η κάθοδος στο κέντρο με τις μηχανές μάς φαινόταν οδυνηρή— αποφασίσαμε να διαβούμε την ξύλινη πόρτα και να πιάσουμε στασίδι σ’ ένα άδειο τραπέζι. Μας δέχθηκαν με επιφωνήματα χαράς, μπορώ να ομολογήσω, δεν ξέρω αν κανείς άλλος σαν και του λόγου μας είχε επιχειρήσει να καθήσει εκεί.

Η βραδιά εξελίχθηκε υπέροχα. Άρχισαν να μας κερνούνε και οι «μισές»  πηγαινοέρχονταν με τα πιάτα που άδειαζαν εν ριπή οφθαλμού. Τα τραγούδια εναλλασσονταν με «πονηρά» ανέκδοτα και ενσωματωθήκαμε απολύτως με όλον το «άλλο κόσμο», εμείς γιατί, επιτέλους, νομίζαμε ότι διαβήκαμε το άβατο κι αυτοί γιατί ανανεώσαμε με τη νιότη μας τη γεροντίστικη συντροφιά τους. Όλοι γίναμε μια παρέα. Όλοι; Όλοι, εκτός από έναν ξερακιανό, μαυριδερό γερασμένο άντρα που καθόταν μόνος σ’ ένα τραπέζι με μια «μισή» κι ένα πιάτο, που όταν άδειαζαν ο Κόκκινος ξαναγέμιζε περιφρονητικά, χωρίς να τον κοιτάζει και τ’ άφηνε στη γωνία του τραπεζιού του. Κανείς δεν του μίλαγε, σε κανέναν δε μίλαγε. Δε ρωτήσαμε ποιος ήταν, δε μας έκοφτε. Εμείς περνούσαμε ωραία.

Δε θυμάμαι τι ώρα είχε πάει, ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, ο Κόκκινος μάζευε τα άδεια πιάτα και σκούπιζε τα τραπέζια και το πάτωμα. Μια τελευταία γύρα, ακόμη. Σηκώθηκε ένας καλοσυνάτος και ευγενής να μας ευχηθεί «στην υγειά σας, παιδιά», και μετά, γυρίζoντας απότομα, απευθύνεται στον μοναχικό άντρα του τραπεζιού της γωνίας, ουρλιάζοντας σχεδόν: «Α, ρε Γκοτζαμάνη, τον έφαγες τον ανθρωπάκο!»

Το dim/art στο facebook
Το dim/art στο facebook

9 comments

  1. το 82 ανέβηκα να σπουδάσω Θεσ/νικη και οι περισσότεροι φίλοι μου έμεναν εκεί γύρω από τη λεωφόρο στρατού. Πήγαινα στα μέρη που λες κ κυρίως στο de facto, στη διαγώνιο.Ο Γκοτζαμάνης έτρωγε συχνά κράξιμο και η συναυλία του Νιόνιου στο παλέ,σημάδεψε την εποχή.
    Σήμερα το πρωί (διάβασα χτες βράδυ για τη σημερινή »επέτειο») κάτι τέτοια μου ήρθαν στο μυαλό.:)

    Μου αρέσει!

  2. Χαϊμ εξαιρετικό ανάγνωσμα, το ευχαριστήθηκα πολύ. Γράφε κιάλλα. Κιεγώ μια φορά διέσχιζα αγκαζέ με τη δεξιά μαμά μου την Αρχαιολογικού μουσείου, γωνία με Β.Όλγας, κιένα 3κυκλο μας έκλεινε τον δρόμο. Του λέω λοιπόν, άιντε απο κεί Γκοτζαμάνη έ Γκοτζαμάνη ! Κόντεψε να μας σκοτώσει στο ξύλο, γιατί ήταν ΚΚΕ ! Άναυδη και η κ Μαρίκα που δεν θεώρησε άξιο τέτιας αντίδρασης αυτό που είπα στον τρικυκλά !

    Μου αρέσει!

  3. Πραγματικά πολύ καλό κείμενο. Στέκει αυτοτελώς ως ένα εξαιρετικό διήγημα. Συμφωνώ απόλυτα με την άποψη που διατυπώνει στο σχόλιό της η κ. Evi Tsaknia. Αν και πιστεύω ότι ο κ. Χαΐμ Πολίτης γνωρίζει τη συμβολή ως εθνικού ευεργέτη του Θεαγένους Χαρίση, τουλάχιστον από το πασίγνωστο Θεαγένειο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης που είναι στην ίδια περιοχή, ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να βρει περισσότερα στοιχεία στο διαδίκτυο.

    Π.χ., ενδεικτικά στο: Θεαγένης & Δημήτριος Χαρίσης «Οι ευεργέτες της Θεσσαλονίκης»
    http://www.reporter.gr/Apopseis/…/210301-Theagenhs-Dhmhtrios-Charishs?…‎
    8 Οκτ 2012 – Οι αδελφοί Χαρίση υπήρξαν σημαντικότατοι ευεργέτες της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα………………..

    Λάρισα, 27-5-2013
    Θανάσης Τριανταφύλλου

    Μου αρέσει!

  4. Τι ωραίο κείμενο ! Εξαιρετική ματιά στη σύγχρονη ιστορία. Περιμένουμε και τα υπόλοιπα.

    Μου αρέσει!

  5. να ξεκινήσω εκεί που τέλειωσες..
    Είχα αγοράσει κάποτε μια παλιά ΒΜW από ένα φουκαρά μικροπωλητή που σύχναζε σε μια ψαροταβέρνα τέρμα Κάτω Τούμπα (σπεσιαλιτέ οι γοβιοί

    τηγανιτοί).Είχαμε κάνει συμφωνητικό του νόμου 105, ότι θα την ξοφλήσω άμα τελειώσει με τις διαδοχικές μεταβιβάσεις που δεν είχε δηλώσει ποτέ, κανείς. Μου

    στελνε εξώδικα να την ξοφλήσω, τρέχαμε μαζί να βρούμε τον προηγούμενο. Ζούσε στο Φοίνικα στις εργατικές, σε μια κατάσταση ημιπαρανομίας: είχε βρεθεί

    πιστόλι στο φορτμπαγκαζ του, τον γράψανε οι εφημερίδες κρυβόταν απ’τους δημοσιογράφους (και από μας !). Είχε κερδίσει τη μηχανή μια νύχτα στα χαρτιά

    και την είχε χάσει παρομοίως, μέσα σε πελάγη ρετσίνας. Είχα τη μηχανή του Γκοτζαμάνη ! όχι το τρίκυκλο, αλλά μια BMW του 54 μοντέλο R51. Η μηχανή

    αυτή έφαγε πολλά λεφτά στα συνεργεία, στο κυρΓιάννη στη Κερασιά πηγαίνοντας για Μηχανιώνα. Ο κυρΓιάννης παλιός μάστορας του Μαράτου είχε την αυλή

    γεμάτη άχρηστα ανταλλακτικά μηχανών , που οι σωροί τους δεξιά κι’ αριστερά σε συνδυασμό με κάποιο αγιόκλημα πάνω σε μαντεμένιες αψίδες σχημάτιζαν

    μια αλλέα που οδηγούσε στο σπίτι του. Σε κείνη την αυλή, κάποτε, θυμάμαι μας είχε προσφέρει ιμάμ φτιαγμένο από τον ίδιο μέσα σ’ένα αυτοσχέδιο ταψί από

    ζάντες αυτοκινήτου. Η μηχανή πότε χάλαγε πότε έφτιαχνε (ίσως ήταν το μυστικό μακροζωίας του κυρΓιάννη). Ποτέ δεν έγινε η αρχική μεταβίβαση από κάποιον

    στη Ροδόπολη (στα Πορόγια Σερρών) νοικοκύρη με τον οποίο είχα μιλήσει τηλεφωνικά. Κάποτε το κόστος επισκευής της (μαζί με όλα τα χρωστούμενα τέλη

    κυκλοφορίας) ξεπέρασε την αξία της οπότε παρατήθηκε σττην Αγριανών ώσπου την περιμαζέψανε στον ΟΔΔΥ. Ά ρε Ξανθόπουλε με τα αναγομωμένα κομπλέρ,

    έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια για να σε θυμηθούμε. Δυστυχώς στα μπλεντεράκια μουλινέξ τα φαγωμένα πλαστικά γρανάζια δεν αναγομώνονται! Μάκης Τ.

    Μου αρέσει!

  6. Κι’εσεις βρε παιδια…αφου ειχατε κατεβει πια στο κεντρο….τι τον θελατε τον «Κοκκινο» ;;;; Μακη, ας προσεχες αγορι μου,παρομοιες ιστοριες πολλες (με τον Γκοτζαμανη ομως καμμια)….να ειστε καλα ολοι, το βγαλαμε και το σημερινο βουρκωμα…….Μια που το’χετε το γραψιμο δεν το συνεχιζετε ;;;

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.